λαγουμ(ι)τζής

λαγουμ(ι)τζής
ο
(λ. τουρκ.), αυτός που σκάβει λαγούμια: Οι λαγουμ(ι)τζήδες έσκαψαν μια μεγάλη σήραγγα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”